- ταιριαχτός
- -ή, -ό, Νβλ. ταιριαστός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ταιριαστός — και ταιριαχτός, ή, ό, Ν [ταιριάζω] αυτός που ταιριάζει με κάποιον ή με κάτι, ευάρμοστος, καλά συνδυασμένος (α. «ταιριαστό ανδρόγυνο» β. «ταιριαστά ρούχα»). επίρρ... ταιριαστά Ν κατά τρόπο ταιριαστό, όπως πρέπει … Dictionary of Greek